- βαρυποινίτης
- οθηλ. βαρυποινίτισσα αυτός που καταδικάστηκε σε βαριά ποινή, δηλ. σε θάνατο, ισόβια ή σε πολυετή φυλάκιση: Δραπέτευσεένας βαρυποινίτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.