βαρυποινίτης

βαρυποινίτης
ο
θηλ. βαρυποινίτισσα αυτός που καταδικάστηκε σε βαριά ποινή, δηλ. σε θάνατο, ισόβια ή σε πολυετή φυλάκιση: Δραπέτευσεένας βαρυποινίτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρυποινίτης — ο (θηλ. βαρυποινίτισσα, η) εκείνος που έχει καταδικαστεί σε βαριά ποινή (θάνατο ή ισόβια δεσμά). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ποινή. Η λ. βαρυποινίτης μαρτυρείται το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς από τον Δ. Γκότση] …   Dictionary of Greek

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”